οἶκος

οἶκος
-ου + N 2 189-963-473-268-169=2062 Gn 7,1; 9,21.27; 12,1.15
house, any dwelling place Gn 9,21; big house, palace (of the king) 2 Sm 11,8; temple (of Jerusalem) Is 56,7
house, family Gn 7,1; descendants, nation Jer 38(31),33; id. (semit., rendering Hebr. בני sons of) 1 Chr 2,10; id. (rendering Hebr. עם) Lv 9,7; property, possessions Gn 41,40
ἐν οἴκῳ at home 1 Sm 19,9; οἶκος φυλακῆς prison Is 42,7
*Lv 10,14 καὶ ὁ οἶκός σου and your house-וביתך בית for MT ובנתיך בת and your daughters, see also Jer 28(51),33, Ez 27,6; *JgsA 11,26 ἐν τῷ οἴκῳ in the house-בבית corr.? ἐν τῷ οἰκῆσαι for MT בתשׁב when living; *2 Sm 3,8 εἰς τὸν οἶκον to the house-בית for MT ביד in the hand; *1 Kgs 21(20),30 τὸν οἶκον the house-הבית for MT העיר the city; *2 Kgs 12,10 ἐν τῷ οἴκῳ ἀνδρός in the house of a man-שׁבבית־אי for MT שׁבבוא־אי when a man comes; *2 Kgs 23,8 τὸν οἶκον the house-בית for MT במות the high places, see also
23,13, Mi 1,5; *Is 24,12 οἶκοι houses-בתי for MT יכת is smitten; *Jer 20,2 οἴκου ἀποτεταγμένου the upper house-מני בית? for MT בנימן Benjamin; *Mi 5,1 Βηθλεεμ οἶκος (τοῦ Εφραθα) Bethlehem, house (of Ephrata) double transl. of בית? for MT (אפרתה) בית־לחם; *Jb 24,12 οἴκων ἰδίων of their own houses-בתיהם for MT מתים dying; *Prv 7,17 τὸν δὲ οἶκόν μου my house-אהלי my tent for MT אהלים aloes; *Ezr 7,15 εἰς οἶκον κυρίου to the house of the Lord-יה להיכל? for MT להיבלה to bring
Cf. BARR 1961, 283; DORIVAL 1994 128.159. 384.575; HUSSON 1983a, 211-215; STROBEL 1965, 91-100;
WEVERS 1993 257.357.453; WODKE 1977 61.63-67; →NIDNTT; TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οἶκος — house masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

  • οίκος — ο 1. οικία, σπίτι, σπιτικό, οίκημα. 2. γένος, οικογένεια, γενιά, σόι, τζάκι: Κατάγεται από τον οίκο των Σούτσων. 3. μεγάλη οργανωμένη εμπορική επιχείρηση: Εκδοτικός οίκος. 4. (εκκλησ.), τροπάρι. 5. φρ., «οίκος Θεού», ο ναός· «οίκος τυφλών»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οἰκός — ἔοικα as perf part act neut nom/voc/acc sg (ionic) εἰκός like truth perf part act neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανοχής, οίκος — Βλ. λ. πορνεία …   Dictionary of Greek

  • Λευκός Οίκος — (White House). Συμβατική ονομασία της επίσημης κατοικίας του προέδρου των ΗΠΑ. Κατασκευάστηκε μεταξύ των ετών 1792 και 1800 στη σημερινή λεωφόρο Πενσιλβάνια 1600 της πρωτεύουσας της χώρας Ουάσινγκτον. Τα σχέδια εκπόνησε ο ιρλανδικής καταγωγής… …   Dictionary of Greek

  • Λουξεμβούργου, οίκος του- — Βασιλική οικογένεια της Ευρώπης. Έλαβε την ονομασία της από τον πύργο Λίτσελμπουργκ, ο οποίος βρισκόταν στο δουκάτο της Λορένης. Ο πρώτος που έλαβε το όνομα αυτό ήταν ο Ζίγκφριντ, το 963, πρώτος κόμης του Λουξεμβούργου. Η γραμμή αρρενογονίας… …   Dictionary of Greek

  • οἶκοι — οἶκος house masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἶκον — οἶκος house masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste griechischer Phrasen/Iota — Iota Inhaltsverzeichnis 1 Ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν· 2 ἰδιώτης …   Deutsch Wikipedia

  • κάτοικος — ο, η (ΑΜ κάτοικος) αυτός που έχει την κατοικία του σ έναν τόπο, αυτός που διαμένει σε κάποιο τόπο (α. «είναι μόνιμη κάτοικος Θεσσαλονίκης» β. «Θρᾳκῶν και Γαλατῶν πλήθος, ἐκ μὲν τῶν κατοίκων καὶ τῶν ἐπιγόνων», Πολ.) αρχ. (το αρσ. πληθ.) οἱ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”